- επισταθμεύω
- (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω]1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.)αρχ.1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή2. παθ. ἐπισταθμεύομαιχρησιμοποιούμαι ως κατάλυμα («οἰκίαι χαμαιτύπαις καὶ σαμβυκιστρίαις ἐπισταθμευόμεναι», Πλούτ.)3. κάνω κάποιον να σταματήσει να κάνει κάτι («ἐπισταθμεῡον τὰ ὦτα διαλέξεσιν ἀκαίροις», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.