επισταθμεύω

επισταθμεύω
(AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω]
1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο
2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.)
αρχ.
1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή
2. παθ. ἐπισταθμεύομαι
χρησιμοποιούμαι ως κατάλυμα («οἰκίαι χαμαιτύπαις καὶ σαμβυκιστρίαις ἐπισταθμευόμεναι», Πλούτ.)
3. κάνω κάποιον να σταματήσει να κάνει κάτι («ἐπισταθμεῡον τὰ ὦτα διαλέξεσιν ἀκαίροις», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπισταθμευόντων — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc/neut gen pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres imperat act 3rd pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc/neut gen pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμεύοντα — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc acc sg ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμευομένους — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp masc acc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμευόμεναι — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp fem nom/voc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμευόμενοι — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp masc nom/voc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμεύων — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc nom sg ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστάθμευση — η προσωρινή στάθμευση στη διάρκεια πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισταθμεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”